Παληόχωρα, Βυζαντινή Μαρώνεια
Η παλαιοχριστιανική και βυζαντινή πόλη της Μαρώνειας είναι κατά πολύ μικρότερη σε έκταση, σε σχέση με την αρχαία πόλη. Η αρχαία πόλη - κράτος των 4.240 στρεμμάτων περιορίζεται, την περίοδο αυτή, στο νοτιοδυτικό άκρο, σε μια οχυρωμένη πόλη (κάστρο), με έκταση μόλις 190 στρέμματα. Αντιστοιχεί, στον σημερινό παράλιο οικισμό του Αγίου Χαραλάμπους, όπου βρίσκεται το αρχαίο και το σύγχρονο λιμάνι και στον ελαιώνα, στη θέση “Παληόχωρα”. Τον 4ο μ.Χ. αιώνα, η Μαρώνεια γίνεται έδρα επισκοπής.Στο κέντρο περίπου της βυζαντινής πολιτείας έχουν ανασκαφεί τα θεμέλια τρίκλιτης, παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που χρονολογείται τον 5ο - 6ο μ.Χ. αιώνα. Λόγω της ύπαρξης προγενέστερων κτισμάτων ή της διέλευσης παρακείμενης οδού, το αίθριο παρουσιάζει απόκλιση από τον κατά μήκος άξονα. Οι ανασκαφικές εργασίες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στη βυζαντινή Μαρώνεια ξεκίνησαν το 1973 και συστηματικότερα από το 1985. Το μεσοβυζαντινό τείχος, που περικλείει την πόλη, έχει σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου. Στη βόρεια πλευρά του ενισχύθηκε με περιτείχισμα, ενώ στις γωνίες υπάρχουν τετράπλευροι πύργοι.Μετά την καταστροφή της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, ο χώρος, τον 7ο - 8ο αιώνα, μετατρέπεται σε απέραντο νεκροταφείο. Οι τάφοι ήταν κιβωτιόσχημοι και στην πλειονότητά τους χωρίς κτερίσματα. Μεγάλος αριθμός των τάφων, ανήκε σε νήπια και παιδιά. Στο αίθριο, καταστράφηκε τελείως η μαρμάρωση της κεντρικής αυλής.Τη μεσοβυζαντινή περίοδο, στα ερείπια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής οικοδομήθηκε τμήμα μεσοβυζαντινού οικισμού και νεκροταφείου της ίδιας περιόδου. Η κατοίκηση διήρκεσε από τον 9ο-10ο αιώνα έως το β’ μισό του 13ου αιώνα. Τα κτίσματα ενσωματώθηκαν στη βασιλική και χρησιμοποίησαν οικοδομικό της υλικό. Μέσα στα κτίρια, βρέθηκαν πιθάρια, υποδοχές πιθαριών, εστίες, θολοσκέπαστος φούρνος με τσουκάλι στο εσωτερικό του, μικροί αποθέτες με όστρεα, βυζαντινός αμφορέας, οστά. Στο βόρειο τμήμα του αιθρίου κτίσθηκε τριμερές, κοσμικό κτίριο επιβλητικού μεγέθους και με δεύτερο όροφο. Το μέγαρο αυτό, λόγω και των ευρημάτων που βρέθηκαν εκεί (μεταξύ άλλων εφυαλωμένη κεραμική στον αποθέτη και κουτρούβιο μύρου) πιθανόν ταυτίζεται με την κατοικία επιφανούς προσώπου από τη Μαρώνεια. Επιπλέον, στο ανατολικό τμήμα των κλιτών της βασιλικής, ιδρύθηκαν δύο μονόχωρα, λασπόχτιστα ναϋδρια, που συνέχισαν την παράδοση της λατρείας στον χώρο. Η πλούσια εφυαλωμένη κεραμική, τα νομίσματα, τα μολυβδόβουλλα, οι σφραγίδες και οι σταυροί δείχνουν τη συνεχή κατοίκηση του χώρου, στο πέρασμα του χρόνου, μέχρι και τον 13ο αιώνα. Στην κάτοψη εικονίζονται, με γαλάζιο χρώμα, τα ανασκαμμένα κατάλοιπα της βασιλικής και, με πορτοκαλί χρώμα, τα κατάλοιπα των κτισμάτων. Στο νότιο μεσοβυζαντινό ναϋδριο, όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε και στην αεροφωτογραφία, διατηρήθηκε το ψηφιδωτό δάπεδο του νότιου κλίτους της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, στον χώρο του ιερού βήματος. Πάνω στο δάφνινο στεφάνι του διακόσμου εδράζονταν η Αγία Τράπεζα.Δυστυχώς ο κίονας-βάση καλύπτει την αφιερωματική επιγραφή του χορηγού που υπήρχε στο κέντρο του στεφανιού. Αντίστοιχα, στον νάρθηκα του βορείου ναϋδρίου, βρίσκονταν δύο μεγάλοι ορθογώνιοι ταφικοί χώροι. Κατασκευάστηκαν από αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερου κτιρίου σε δεύτερη χρήση, ενώ είχαν διαδοχικές ταφές και ανακομιδές οστών στο εσωτερικό τους. Το γεγονός ότι οι κάτοικοι είχαν τους τάφους μέσα από τα τείχη και δίπλα στα σπίτια τους είναι δείγμα της ανασφάλειας στην οποία ζούσαν.Τα ψηφιδωτά δάπεδα της παλαιοχριστιανικής βασιλικής έχουν αποκαλυφθεί και συντηρηθεί. Εντοπίζονται κυρίως στις στοές του αιθρίου και στο κεντρικό κλίτος. Χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και περίτεχνα σχέδια με καλοδουλεμένες λεπτομέρειες. Τα εντυπωσιακά σχέδια θυμίζουν αντίστοιχα ψηφιδωτά σε κτίσματα της ιδίας περιόδου στη Βόρεια Αφρική και στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο κεντρικό κλίτος, ψηφιδωτή επιγραφή παραδίδει το όνομα ενός χορηγού: Βαρνάβας, ο οποίος συνέδραμε στην κατασκευή του ψηφιδωτού δαπέδου «υπέρ ευχής», για την ευτυχία της οικογένειάς του. Υπήρχαν και άλλες αφιερωματικές επιγραφές και άλλων κληρικών ή λαϊκών, που δε σώζονται. Οι ζώνες του δαπέδου χωρίζονται μεταξύ τους με λευκές ταινίες.Τα ψηφιδωτά δάπεδα του αιθρίου σώζονται σε καλύτερη κατάσταση. Στη νότια στοά ανακαλύφθηκε διάκοσμος, μοναδικός στα ψηφιδωτά δάπεδα του ελλαδικού χώρου: οι γνωστοί από την ελληνιστική τέχνη «κόμβοι του Ηρακλή», που σχηματίζουν οκτάγωνα. Μέσα στα οκτάγωνα, συναντούμε θέματα ποικίλα: πουλιά, φύλλα, καρπούς, άνθη, αγγεία, γεωμετρικά θέματα. Χαρακτηριστική είναι η παράσταση ενός δελφινιού με τρίαινα, αλλά και ενός πουλιού που ξεφεύγει από το κλουβί του. Στη βόρεια στοά υπάρχει κατεστραμμένη η παράσταση λαγού με σταφύλι. Τα θέματα προέρχονται σαφώς από την αρχαία, ελληνική εικονογραφία και χρησιμοποιήθηκαν συμβολικά ή για καθαρά διακοσμητικούς λόγους. Απεικονίζονται σηρικοί τροχοί, με σταυρούς στο εσωτερικό τους, κυματοειδείς ταινίες, σπειρομαίανδροι, βαθμιδωτά τρίγωνα, άνθη λωτού, δαφνόφυλλα και πλήθος σχεδίων. Οι γωνίες στα διάχωρα κοσμούνται με κρινάνθεμα.Στο κέντρο του ιερού της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, ανακαλύφτηκε ένας σημαντικός αριθμός ελεφαντοστέινων ευρημάτων, που αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα μικρογλυπτικής και χρονολογούνται στα τέλη του 5ου - αρχές του 6ου αιώνα. Δύο αντικείμενα αποδίδουν πέλματα δεξιών ποδιών με σανδάλια. Βρέθηκαν ακόμη, δύο ανάγλυφες, ολόσωμες μορφές, σε στάση δέησης. Στη μία, παριστάνεται νεαρός, αγένειος άνδρας, με κοντή, στρογγυλή κόμμωση, που φορά χιτώνα και ιμάτιο.Η δεύτερη μορφή σώζεται ακέφαλη και παριστάνει άνδρα με στρατιωτική στολή. Πιθανόν να πρόκειται για τον προφήτη Δανιήλ, που δέεται ανάμεσα στα λιοντάρια.