Αρχοντικό Άννας Καλούδη – Κουγιουμτζόγλου
Το αρχοντικό οικοδομήθηκε, στα 1877, από τον καπνέμπορο Σταύρο Χατζησταύρο ή αλλιώς Χεκίμογλου Τζαμίχα, για να χρησιμεύσει ως κατοικία. Η χρονολογία ανέγερσης διακρίνεται στην επιγραφή που βρίσκεται σε ζωγραφικό διάκοσμο πάνω από την πόρτα στο κεντρικό μπαλκόνι (εξώστη).Στις οδούς Αντίκα και Ορφέως ανοίγονται αντίστοιχα δύο είσοδοι για το αρχοντικό. Έτσι, το γωνιακό αυτό κτίριο, για τις ανάγκες μιας σύγχρονης κατοικίας της εποχής αξιοποιεί τις δύο όψεις του, δίνοντας τη δυνατότητα και για μια δεύτερη ανεξάρτητη είσοδο, εκτός από την κεντρική. Η δευτερεύουσα είσοδος οδηγεί σε ισόγειο κτίριο, που καλύπτεται με ταράτσα. Αρχιτεκτονική περιγραφή: Το κτίριο διακρίνεται για την λόγια αρχιτεκτονική του, που επηρεάζεται από τις τάσεις της εποχής στον ευρωπαϊκό χώρο. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι η φέρουσα λιθοδομή από πελεκητό ντόπιο γρανίτη, ο πλούσιος εξωτερικός ζωγραφικός διάκοσμος σε όλο το κτήριο και η φαλτσογωνιά που δημιουργείται στην συμβολή των οδών. Επιπλέον, στον κατακόρυφο άξονα της εισόδου, το κτήριο προεξέχει, για να δώσει έμφαση στο κυρίαρχο στοιχείο της όψης που είναι η είσοδος και το μπαλκόνι. Η προεξοχή αυτή λειτουργεί ακόμη για πρόσθετο φωτισμό, αερισμό και δίνει τη δυνατότητα στου ενοίκους να έχουν περισσότερη θέα. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός τονίζει επίσης την κύρια όψη, με τα τοξωτά υπέρθυρα, τόσο στην πόρτα επί της οδού Αντίκα, αλλά και στα παράθυρα και την πόρτα στο μπαλκόνι, ενώ όλα τα υπόλοιπα ανοίγματα είναι ορθογώνια. Στο εσωτερικό του κτηρίου, τα δωμάτια αναπτύσσονται γύρω από μια κεντρική σάλα. Διακρίνουμε ζωγραφικό διάκοσμο, ξύλινα δάπεδα, αλλά και ξύλινα ταβάνια με πολλές ιδιαιτερότητες στην κατασκευή.Το ξύλο, τόσο στις εσωτερικές επενδύσεις, όσο και στην κατασκευή της εσωτερικής, διπλής σκάλας, αποτελεί τοπικό, δομικό υλικό, σύμφωνα με την αρχιτεκτονική της εποχής.Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στοιχείο στην όλη κατασκευή του κτηρίου είναι το ξύλινο ταβάνι του νοτιοανατολικού, γωνιακού δωματίου του επάνω ορόφου. Tο ξυλόγλυπτο «κορδόνι» της κορνίζας, που διατρέχει περιμετρικά όλο το ταβάνι, είναι διάτρητο, για να επιτυγχάνεται ο εξαερισμός και η απαγωγή του αέρα από την στέγη.Σε άλλα κτήρια της Ξάνθης, οι σφυρήλατες σιδεριές προέρχονται από ντόπια εργαστήρια. Στο συγκεκριμένο οίκημα οι τυπικές, όμορφες σιδεριές από χυτό σίδηρο στο κτήριο, πιθανολογείται πως είναι γαλλικής προέλευσης. Προφυλάσσουν τα ανοίγματα του ημι-υπογείου και του ισογείου, αλλά και χρησιμοποιούνται για ολόκληρη την κατασκευή και τη μορφή του μπαλκονιού (εξώστη).Στο εσωτερικό, η απόληξη της διπλής σκάλας στον επάνω όροφο οδηγεί στην πόρτα του μπαλκονιού (εξώστη) και σε έναν χώρο υποδοχής, ο οποίος επικοινωνεί με τα υπόλοιπα δωμάτια του επάνω ορόφου. Τα μεγάλα ανοίγματα της μπαλκονόπορτας και των παραθύρων εξασφαλίζουν άπλετο φως, σε όλο τον κοινόχρηστο χώρο, του επάνω ορόφου.Πορεία στο χρόνο: Εκατό χρόνια περίπου μετά την οικοδόμηση του κτηρίου, η εγγονή και κληρονόμος του Σταύρου Χεκίμογλου, η Άννα Καλούδη, κόρη της Πολυξένης Χεκίμογλου και του Παντελή Κουγιουμτζόγλου, δωρίζει το αρχοντικό, στα 1971, στη Στέγη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών του Δήμου Ξάνθης.Μοναδική φωτογραφία της Άννας Καλούδη. Στην οπίσθια όψη, υπάρχει η αφιέρωση: «Τω αγαπητώ μοι, Κωστάκη και Ευαγγελινή, εις ένδειξην αδελφικής αγάπης. Ξάνθη, τη 16η Φεβρουαρίου 1908, Άννα Π. Κουγιουμτζόγλου».Από το βιβλίο του Θωμά Εξάρχου, «Οι Ηπειρώτες στην Ξάνθη», του 2002.Πως λειτουργεί σήμερα: Το κτήριο αποκαταστάθηκε, το 1998. Από την περίοδο εκείνη, μέχρι και σήμερα, στεγάζει υπηρεσίες του Δήμου Ξάνθης.Στην εικόνα έχετε άποψη του περιβάλλοντα χώρου, από τη μικρή, τριγωνική ταράτσα, που δημιουργείται επάνω από την είσοδο, επί της οδού Ορφέως. Το κτήριο με το λευκό χρώμα, που φαίνεται στο βάθος, είναι η Δημοτική Πινακοθήκη.